- άμιλλα
- η (Α ἅμιλλα)1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθειααρχ.1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» — αγώνας για πλούτη, για παιδιά2. φρ. «ἅμιλλα ἵππων», αγώνας ιπποδρομίας«ἅμιλλαν τίθημι ἤ προτίθημι», προτείνω αγώνα«ἅμιλλαν ποιοῡμαι», αμιλλώμαι, διαγωνίζομαι, αγωνίζομαι, πρόθυμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστη στον Όμηρο με ιδιαίτερα συχνή χρήση στους λοιπούς ποιητές και στους Αττικούς πεζογράφους. Ετυμολογικά η λ. ανάγεται συνήθως σε αρχικό τ. *ἅμ-ιλ-yα, από όπου προήλθε με αφομοίωση (πρβλ. και τις λ. θύελλα, άμαλλα). Η ακριβής όμως προέλευση τών επιμέρους στοιχείων τής λ. είναι άγνωστη. Πρόκειται πιθ. για σύνθετη λ. με α΄ συνθ. το επίρρ. ἅμα «μαζί» και β΄ συνθ. το ουσ. ἴλη «ομάδα ανθρώπων, όμιλος, τμήμα ιππικού». Το β΄ συνθετικό δημιουργεί προβλήματα και λόγω τής σημασίας του και λόγω τής υπάρξεως αρκτικού F στον αρχικό τύπο τής λέξεως. Προτιμότερη θεωρείται άλλη άποψη, σύμφωνα με την οποία το μόρφημα -ιλ- τής λ. αποτελεί στοιχείο τής καταλήξεως.ΠΑΡ. ἁμιλλῶμαι].
Dictionary of Greek. 2013.